λαθρεμπορικός

λαθρεμπορικός
η , ό[ν] контрабандный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαθρεμπορικός" в других словарях:

  • λαθρεμπορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαθρέμπορο 2. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο ή χρησιμοποείται για λαθρεμπόριο («λαθρεμπορικό πλοίο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»